Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

στο χτένι

  • 1 Έφτασε ο κόμπος στο χτένι

    Έφτασε το μαχαίρι ( ο κόμπος) στο κόκαλο ( στο χτένι)
    Нашла коса на камень
    Дальше ехать некуда
    Источник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008

    Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Έφτασε ο κόμπος στο χτένι

  • 2 Έφτασε το μαχαίρι στο κόκαλο

    Έφτασε το μαχαίρι ( ο κόμπος) στο κόκαλο ( στο χτένι)
    Нашла коса на камень
    Дальше ехать некуда
    Источник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008

    Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Έφτασε το μαχαίρι στο κόκαλο

  • 3 κόμπος

    ο
    1) узел, узелок;

    δένω κόμπο — завязывать узел;

    λύνω τον κόμπο — а) развязывать узел; — б) разрешить вопрос;

    2) затверделость; мозоль;
    3) перен. ком (в горле и т. п.);

    μ' επιασε κόμπος — ком подкатил у меня к горлу;

    νοιώθω έναν κόμπο στην καρδιά — я чувствую, как у меня подкатило к серд- цу;

    4) см. κομπόδεμα 2;
    5) капля, чуточка;

    δεν έχει κόμπο μυαλό — у него нет ни капли здравого смысла;

    δεν έμεινε ούτε κόμπος κρασί — не осталось ни капли вина;

    6) бот. узел; сучок;
    7) мор. узел (мера скорости);

    § τό δένω κόμπο — а) ждать обещанного; — б) верить на слово;

    εδώ είναι ο κόμπος — вот в чём загвоздка;

    δέσε κόμπο στο μαντήλι — завяжи узелок на память; — не забывай;

    έφτασε ( — или ήλθε) ο κόμπος στο χτένι — дело зашло в тупик

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > κόμπος

  • 4 охлопок

    -пка, πλθ. охлопки
    -ов κ. охлопья
    -ьев α. αποχτένισμα, απομεινάρια στο χτένι μετά την ξάνση.

    Большой русско-греческий словарь > охлопок

  • 5 βρίσκω

    (αόρ. (ε)βρήκα, υποτ. να βρω, παθ. αορ. (ε)βρέθηκα) ματ.
    1) прям., перен. находить, отыскивать; обнаруживать; обретать (книжн.);

    βρίσκ τό χαμένο — находить потерянное;

    βρίσκω σωστή λύση — находить правильное решение;

    βρίσκω δικαιολογία — находить оправдание;

    βρίσκω υποστήριξη (παρηγοριά) σε κάτι — находить поддержку (утешение) в чём-л.;

    βρίσκω την ησυχία μου — обретать покой:

    δεν βρίσκω ησυχία — не находить себе места;

    βρίσκω τίς βολές μου — найти своё призвание, обрести себя;

    βρήκες την ώρα (или την περίσταση)! ирон. нашёл время!;

    βρίσκω πρόφαση — находить предлог;

    δον βρίσκω λόγους να... — не находить слов, чтобы...;

    βρίσκαφορμή να... — находить повод для...;

    2) случайно встречать, обнаруживать (тж. перен.); заставать;
    καλά πού σε βρήκα хорошо, что ты мне встретился; 3) попасть (в цель и т. п.); угодить (об ударе и т. п.);

    βρίσκω τό σημάδι — попасть в цель;

    τον βρήκε η σφαίρα στο μέτωπο пуля угодила ему в лоб;
    μας βρήκε μεγάλο κακό перен. нас постигло большое несчастье; 4) натыкаться; наталкиваться (тж. перен.);

    βρίσκ ρόζο — натыкаться на сук;

    κάπου βρίσκει το καρφί και δεν πάει μέσα — гвоздь наткнулся на что-то и не идёт дальше;

    τα βρίσκω σκούρα ( — или μπαστούνια) — столкнуться с трудностями; — попасть в затруднительное, скверное положение;

    βρίσκω τό μπελά μου ( — или τό διά(β)ολό μου) — иметь неприятности с кем-л.;

    έχω βρει το μπελά μου μαζύ του у меня с ним одни неприятности; мне с ним просто беда;
    5) находить, считать, полагать;

    πώς τον βρίσκεις αυτόν τον άνθρωπο; — что ты думаешь об этом человеке?;

    βρίσκω όμορφο κάποιον — находить красивым кого-л.;

    τον νόμιζα ειλικρινή και τον βρήκα ψεύτη я считал его искренним человеком, а он оказался лжецом;

    δεν το βρίσκω σωστό αυτό — я думаю, что это неправильно;

    6) угадывать, отгадывать, догадываться; понимать;

    βρίσκω τό αίνιγμα — отгадать загадку;

    δεν μπορώ να βρώ ποιός μού κλέβει τα βιβλία не могу помять, кто ворует у меня книги;
    7) получать в наследство, наследовать; 8) доставать, добывать; 9) находить, подыскивать, подбирать, покупать; του βρήκαν παλτό πού τού άρεσε ему подобрали пальто по его вкусу; § καλώς σας βρήκα рад вас видеть; очень приятно побывать у вас (ответное приветствие); βρήκε ο κόμπος το χτένι (или τό σουγιά με το λουρί) а) дело застопорилось; б) нашло коса на камень;

    τί βρίσκεις πού...; — зачем ты...?, какое удовольствие находишь ты в том, что...;

    απ' το θεό να το βρεις бог тебе воздаст за твой поступки;

    άλλοτε τα βρίσκο(υ)με — рассчитаемся в другой раз;

    βρίσκο(υ)μαι

    1) — оказаться, очутиться, попасть; — быть, находиться;

    βρίσκο(υ)μαι σε κακά χάλια — оказываться, быть в тяжёлом, скверном положении;

    βρίσκουμαι στην ανάγκη — быть в нужде, нуждаться;

    2) находиться, помещаться, быть расположенным (о здании и т, п);
    3) находиться, обнаруживаться; 4) помогать, приходить на помощь; του βρέθηκε σε κάθε ανάγκη του он всегда приходил ему на помощь;

    - ψαυτό δεν βρίσκεται — это очень редко встречается;

    это дефицитная вещь

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > βρίσκω

См. также в других словарях:

  • χτένι — το / κτένιον, ΝΜΑ, και κτένι Ν, και κτένιν Μ εργαλείο που φέρει στη μία, ιδίως, πλευρά, πυκνές οδοντωτές προεξοχές για τον χωρισμό και την τακτοποίηση τών μαλλιών, η τσατσάρα νεοελλ. 1. εξάρτημα τού αργαλειού, που διαχωρίζει τις κλωστές τού… …   Dictionary of Greek

  • χτένι — το 1. εργαλείο που αποτελείται από πυκνή σειρά δοντιών, με το οποίο τακτοποιείται η κόμη. 2. εξάρτημα του αργαλειού. 3. οδοντωτό κηπουρικό εργαλείο για το καθάρισμα του εδάφους, τσουγκράνα. 4. οδοντωτό εργαλείο για το μάζεμα των ελιών. 5. φρ.,… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κτένι ή χτένι — Κοινή ονομασία θαλάσσιων ελασματοβραγχίων μαλακίων του γένους Pecten, της οικογένειας των πεκτινιδών. Τα δίθυρα όστρακά τους, τα οποία συναντώνται στις περισσότερες ακτές, είναι περιζήτητα από τους συλλέκτες για τα ωραία χρώματα και τα… …   Dictionary of Greek

  • φθάνω — ΝΜΑ, και φτάνω Ν, και φθάζω ΜΑ 1. (για πρόσ. και πράγμ.) καταλήγω εκεί όπου κατευθύνομαι, έρχομαι κάπου (α. «τί ώρα θα φτάσουμε στο νησί;» β. «μέχρι εδώ φτάνει η μυρουδιά τών λουλουδιών» γ. «φθάσε σήμερον γοργὸν νὰ πᾷς στὸν μύλον», Πρόδρ. δ.… …   Dictionary of Greek

  • κόμπος — Σύνδεση που γίνεται με σχοινιά από διάφορα υλικά, για να εμποδιστεί η χαλάρωση των σχοινιών, για να συνδεθούν ή να κοντύνουν διάφορα σχοινιά, για να σχηματιστούν τοπικά εξογκώματα ή για να προσδεθούν σε κάποιο αντικείμενο. Οι κ. έχουν διάφορα… …   Dictionary of Greek

  • κόμπος — ο 1. σφαιροειδής όγκος που σχηματίζεται σε σκοινί ή σε νήμα με την κυκλική αναδίπλωση του ενός άκρου του και με τη σύσφιξή του: Κάμε ένα κόμπο στην άκρη του σκοινιού. 2. καθετί που μοιάζει με κόμπο: Οι κληματόβεργες είναι όλο κόμπους. 3. σημείο… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ψέμα — το, ατος 1. ψεύδος, ψευτιά: Όσα σου είπα χτες ήταν ψέματα. 2. φρ., «Σώθηκαν τα ψέματα», έφτασε πια ο κόμπος στο χτένι, η κατάσταση είναι σοβαρή …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… …   Dictionary of Greek

  • Μουσείο, Αρχαιολογικό Αρχανών — Στον κάμπο που βρίσκεται νότια της Kνωσού, πάνω από τον οποίο δεσπόζει το βουνό Γιούχτας, βρίσκεται μια από τις πιο πλούσιες αρχαιολογικά περιοχές της Kρήτης. Tόσο το μινωικό ανάκτορο, του οποίου η ανασκαφή συνεχίζεται στο κέντρο του σημερινού… …   Dictionary of Greek

  • κτεις — ο (AM κτείς, ενός) θαλάσσιο οστρακόδερμο, το χτένι («ἂν δ οἷον οἱ κτένες κρεῶδες ἔχωσι τὸ πρὸς τῷ μυκτῆρι», Αριστοτ.) αρχ. 1. όργανο με το οποίο διευθετούνται, ευτρεπίζονται τα μαλλιά, χτένι 2. εξάρτημα τού αργαλειού από το οποίο διέρχονται οι… …   Dictionary of Greek

  • χτένα — η / κτένα, ΝΜ, και λόγιος τ. κτένα, Ν 1. το χτένι 2. μεγάλο χτένι 3. χτένι για συγκράτηση τών μαλλιών. [ΕΤΥΜΟΛ. < κτένα, αιτ. τού αρχ. κτείς, κτενός, με ανομοιωτική τροπή τού κλειστού κ στο διαρκές χ (πρβλ. κτίζω: χτίζω)] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»